ἠλίθια

ἠλίθια
ἠλίθιος
idle
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλίθιος — ια, ιο (AM ἠλίθιος, ία, ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, ία, ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος 3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι»… …   Dictionary of Greek

  • ηλιθιάζω — ἠλιθιάζω (Α) [ηλίθιος] μιλώ ή φέρομαι ηλίθια, ανοηταίνω …   Dictionary of Greek

  • Ασάρ, Μαρσέλ — (MarcelΑchard, Σεν Φουαλέ, Λιόν 1899 – Παρίσι 1975). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Άρχισε να γράφει νεότατος για το θέατρο και γρήγορα καθιερώθηκε ως συγγραφέας κωμωδιών, που ανέβηκαν από τον θίασο του Σαρλ Ντιλέν και του χάρισαν φήμη και επιτυχία …   Dictionary of Greek

  • ηλίθιος — α, ο επίρρ. α 1. άνθρωπος με περιορισμένες στο ελάχιστο τις πνευματικές του ικανότητες, βλάκας: Αυτό το παιδί γεννήθηκε ηλίθιο. 2. ό,τι έχει τα χαρακτηριστικά του ηλίθιου: Ηλίθιο βλέμμα. – Με κοιτάζει ηλίθια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”